ωριοσύνη

ωριοσύνη
η, Ν [ώριος]
(ποιητ. τ.) ομορφιά, ωραιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ωριοσύνη — η η ωραιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”